λιβαδότοπος

λιβαδότοπος
ο
βλ. λιβαδοτόπι.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • λιβαδότοπος — ο τόπος με λιβάδια: Ζούσε σε λιβαδότοπο γι’ αυτό και έγινε κτηνοτρόφος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • λιβαδοτόπι — το, και λιβαδότοπος, ο (Μ λιβαδοτόπι και λιβαδότοπον) 1. τόπος γεμάτος λιβάδια 2. λιβάδι, βοσκότοπος. [ΕΤΥΜΟΛ. < *λιβαδοτόπιον, υποκορ. τού λιβαδότοπος < λιβάδι + τόπος] …   Dictionary of Greek

  • λειβαδότοπος — ο βλ. λιβαδότοπος …   Dictionary of Greek

  • πισεύς — έως, ὁ, Α τόπος γεμάτος λιβάδια, λιβαδότοπος. [ΕΤΥΜΟΛ. < πῖσος «λιβάδι» + κατάλ. εύς] …   Dictionary of Greek

  • τόπος — ο, ΝΜΑ 1. έκταση γης, μέρος (α. «τόπος προορισμού» β. «ὁ τόπος οὗτος Ἀρμενία καλεῑται», Ξεν.) 2. ορισμένη εδαφική περιοχή, συγκεκριμένη θέση (α. «ο τόπος τού μαρτυρίου» β. «ἴδε ὁ τόπος ὅπου ἔθηκαν αὐτόν», ΚΔ) 3. ο χώρος που καταλαμβάνει ένα… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”